Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
Ο τζίτζιρας ο μίτζιρας ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά στη μιτζιριά στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα μίτζιρα τζιτζιμιτζιχότζιρα.
Φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα.
Καλημέρα καμηλιέρη, καμηλιέρη καλημέρα.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
Βαρέλι, μελοβάρελο
Μπάμια μπαμιόμπαμια.
Κούπα Κουπακόκουπα.
Του το πα του παππού μου.
Η βάρκα η παλιόβαρκα, η μικρή παλιοβαρκίτσα.
Κοράλι ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι.
Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα.
Της καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαριάστηκε.
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε;- Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
Έφαγα και χόρτασα, ζεστά ξερά σκαστά κουκιά, με τη ζεστή ξερή σκαστή κουτάλα.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
Νερό, λινάρι, νερολίναρο, νεροκαθαρολίναρο.
Οι σπανοί Ισπανοί εις πανί εζωγράφισαν εις πανικό ισπανικό στρατό.
-Δω στα κάτω κόβουν πεύκα.
Τάχα πεύκα κόβουν τάχα;
Τάχα πέφτ’ ο πεύκος κάτω;
-Κούπα καπακωτή,
κούπα καπακωμένη,
κούπα ξεκαπάκωτη,
κούπα ξεκαπακωμένη.
Το γυαλί μες το πηγάδι γυαλικομπολογάει.
Πίτα σπανακόπιτα σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
Οι σπανοί Ισπανοί, εις πανί ισπανικό, εις πανικό ισπανικό εζωγράφουν.
Κάστανα βραστά, σκαστά με τη βραστή, σκαστή κουτάλα.
Ποντικός τρύπα κουρουπί ποντικοτρυποκουρουπής.
Μια τίγρης με τρία τιγράκια.
Φίδι ξεπουκάμισο, φίδι ξεπουκαμισμένο.
Της αλεπούς ο νούρλαρος πως δεν εξεκαυκαλοξεκουμποθηλυκαθρώθη; Τουτη η στράτα κι΄ άλλη μία, όλο μουλαραχναριά. Της αλεπούς η ουρά εφτά φορές εξεφηκαροκομπομανικοθηλυκώθηκε.
Μαύρη, καρακόμαυρη καρακάξα με τα μαύρα καρακαξόπουλα.
-Θαλασσόλυκος στη θάλασσα
θαλασσοπνίγεται,
θαλασσοπούλι θαλασσί
θαλασοδέρνεται.
Από τα ύψη τ ουρανού πέφτει τ αυγό του γερανού, τσακίζει πέντε μάρμαρα, μαρμαρομαυρομάρμαρα.
Της καρακάξας η φωλιά, τσάκνα καρακαξότσακνα.
Το γάλα του λαγού το καθαρολαγουδόγαλο.
Το γάλα του λαγού μας το λαίνι το ‘βαλα.
Χαράς το καθαρολαγουδόγαλο.